φρεάτιον

φρεάτιον
φρεάτιον
neut nom/voc/acc sg
φρεάτιος
masc acc sg
φρεάτιος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φρεατίοις — φρεάτιον neut dat pl φρεάτιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεατίου — φρεάτιον neut gen sg φρεάτιος masc/neut gen sg φρεᾱτίου , φρεατίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεατίων — φρεάτιον neut gen pl φρεάτιος fem gen pl φρεάτιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεάτια — φρεάτιον neut nom/voc/acc pl φρεάτιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεάτιο — το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, ατος] υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι νεοελλ. 1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα 2. ναυτ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”